- αγνώμων
- ἀγνώμων, -ον (Α)νεοελλ.αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστοςαρχ.1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος2. ισχυρογνώμων3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος4. αυτός που λησμονεί ή δεν αναγνωρίζει τα χρέη του5. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γνώμη.ΠΑΡ. αγνωμονώ, αγνωμοσύνη αρχ. ἀγνωμονεύωνεοελλ.αγνωμονικός].
Dictionary of Greek. 2013.